λάγνος

λάγνος
-η, -ο, θηλ. και -α (AM λάγνος, -η, -ον, θηλ. και -ος, Α και λάγνιος, -ία, -ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης)
επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος
νεοελλ.
αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo λάγνον
η ηδυπάθεια, η φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -νος (πρβλ. λίχ-νος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάγνος — lecherous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνος — α, ο φιλήδονος, ακόλαστος: Τον σαγήνευσε με τη λάγνα της ματιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγνότερον — λάγνος lecherous adverbial comp λάγνος lecherous masc acc comp sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατα — λάγνος lecherous adverbial superl λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατον — λάγνος lecherous masc acc superl sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνον — λάγνος lecherous masc acc sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνων — λάγνος lecherous fem gen pl λάγνος lecherous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνως — λάγνος lecherous adverbial λάγνος lecherous masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνοτάτοις — λάγνος lecherous masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατοι — λάγνος lecherous masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”